υποβρυχιακός
1υποβρυχιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υποβρύχια: Υποβρυχιακός στόλος. 2. αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια: Υποβρυχιακός πόλεμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2υποβρυχιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο 2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου… …
3υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)