υπερφόρτωσης

  • 1υπόδηση — η / ὑπόδησις, ήσεως, ΝΜΑ, και υπόδεση Ν, και ὑπόδεσις, έσεως, ΜΑ [ὑποδέω] 1. το να φορεί κανείς τα υποδήματά του 2. συνεκδ. τα υποδήματα αλλά και καθετί που σχετίζεται με αυτά (α. «προσέχει πολύ την υπόδησή του» β. «είδη υπόδησης» γ. «αὐτός,… …

    Dictionary of Greek

  • 2γεωσύγκλινο — Στη γεωλογία γ. ονομάζεται ο κοίλος χώρος του φλοιού της Γης, στις παρυφές των ηπείρων ή ανάμεσα σε δύο ηπείρους, ο οποίος βυθίζεται συνεχώς κάτω από το βάρος των ιζημάτων που αποθέτονται μέσα σε αυτόν. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι συνεχώς… …

    Dictionary of Greek

  • 3υπόδηση — υπόδηση, η και υπόδεση, η 1. το να φορεί κανείς τα παπούτσια του, το βάλσιμο των παπουτσιών, η ποδεσιά, το παπούτσωμα. 2. τα ίδια τα υποδήματα, τα παπούτσια και ό, τι σχετίζεται με αυτά: Είδη χειμερινής υπόδησης. 3. σκοινιά ή καλώδια που… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)