υπερτερώ
81υπερθέω — Α 1. τρέχω πολύ ή τρέχω περισσότερο από κάποιον 2. τρέχω πέρα από ένα σημείο 3. (για πλοίο αναφορικά με παραλία, νησί ή ακρωτήριο) παρακάμπτω 4. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω 5. παροιμ. φρ. «ὑπερθέω ἄκραν» περνώ τον κάβο, δηλαδή αποφεύγω τον κίνδυνο,… …
82υπερκύπτω — ΜΑ 1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω 2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι αρχ. 1. εξέχω, προεξέχω 2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κύπτω «σκύβω»] …
83υπερλάμπω — ΜΑ μσν. υπερτερώ ως προς τη λαμπρότητα αρχ. 1. λάμπω υπέρμετρα 2. υπερέχω ως προς τη μεγαλοπρέπεια 3. σκορπίζω λάμψη σε κάτι …
84υπερνήχομαι — ΜΑ (αποθ.) 1. κολυμπώ 2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νήχομαι «κολυμπώ»] …
85υπεροϊστεύω — Μ τοξεύω πέρα ή πάνω από κάποιον, υπερτερώ στο τόξευμα, υπερακοντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀϊστεύω «τοξεύω, ρίχνω βέλη»] …
86υπερπαίω — ΜΑ υπερτερώ («τοσοῡτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παίω «χτυπώ, βάλλω»] …
87υπερπηδώ — ὑπερπηδῶ, άω, ΝΜΑ [πηδῶ] 1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.) 2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ …
88υπερσοφιστεύω — Α [ὑπερσοφιστής] υπερτερώ στα σοφίσματα, στις πανουργίες …
89υπερτέρηση — η, Ν υπεροχή απέναντι σε άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτερώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτέρησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Α. Ι. Κουλουριώτη] …
90υπερτέρως — και ὑπερτέρω Α επίρρ. βλ. υπέρτερος …