υπερτερώ
71υπερανέρχομαι — ΜΑ [ἀνέρχομαι] υπερβαίνω, υπερτερώ («τὴν πασῶν πάσαις ἀρεταῑς ὑπερανελθοῡσαν», Φώτ.) …
72υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… …
73υπερανίσχω — ΜΑ 1. ὑπερανέχω* 2. υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω] …
74υπεραναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.) …
75υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α …
76υπερεκπαίω — Α μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («ὑπερεκπέπαικεν ἡ τρυφὴ καὶ τὴν ὀνομασίαν», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκ + παίω «χτυπώ»] …
77υπερελαύνω — ΜΑ [ἐλαύνω] μσν. μτφ. υπερτερώ αρχ. ελαύνω πέρα ή πάνω από κάποιον …
78υπερεξάγω — Α [ἐξάγω] 1. αποβάλλω κάτι 2. (κυρίως μτφ.) υπερτερώ, νικώ …
79υπερζυγώ — έω, Α υπερτερώ, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζυγῶ (< ζυγος < ζυγός), πρβλ. ἐπι ζυγῶ] …
80υπερηχώ — έω, Α [ἠχῶ] υπερτερώ ως προς τον ήχο …