υπερτερώ

  • 61υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι …

    Dictionary of Greek

  • 62υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 63υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ …

    Dictionary of Greek

  • 64υπεράνω — ὑπεράνω ΝΜΑ επίρρ. 1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω τής στέγης τού ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.) 2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω τού… …

    Dictionary of Greek

  • 65υπερέρχομαι — Α (αποθ.) 1. περνώ από πάνω («μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», Ξεν.) 2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ 3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ …

    Dictionary of Greek

  • 66υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… …

    Dictionary of Greek

  • 67υπερίσταμαι — ΜΑ [ἵσταμαι] μσν. προστίθεμαι κάπου αρχ. 1. στέκομαι πάνω από κάποιον 2. (ιδίως) στέκομαι πάνω από κάποιον προκειμένου να τού προσφέρω προστασία 3. υπερτερώ …

    Dictionary of Greek

  • 68υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 69υπερακμάζω — ΜΑ [ἀκμάζω] μσν. 1. έχω υπερβεί την ακμή τής ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.) αρχ. υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 70υπερακοντίζω — ὑπερακοντίζω ΝΜΑ 1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους 2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.… …

    Dictionary of Greek