υπερτερώ
51προβαίνω — ΝΜΑ 1. βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ («προβαίνει εὐθέσι τοῑς σκέλεσι», Αριστοτ.) 2. (για τον χρόνο) παρέρχομαι 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οι προβεβηκότες άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένοι νεοελλ. 1. (με την πρόθεση σε)… …
52προκατάρχω — Α [κατάρχω] 1. αρχίζω πρώτος 2. προηγούμαι άλλων, είμαι επικεφαλής, προεξάρχω 3. είμαι αίτιος για κάτι («προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου», Πλούτ.) 4. αρχίζω ένα έργο ή μια πράξη πρώτος, πριν από άλλους, κάνω την αρχή («προκατάρχειν …
53προκατέχω — Α 1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων 2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.) 3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.) 4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ …
54προσπερνώ — και προσπερνάω Ν 1. πλησιάζω και ξεπερνώ κάποιον σε πορεία 2. περνώ μπροστά από κάποιον και απομακρύνομαι («κι ίδια παλιάτσους ένιωθα να προσπερνάνε μπρος μου», Ζερβ.) 3. προηγούμαι 4. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερτερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περνώ,… …
55προσυπερβάλλω — Α 1. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι επί πλέον, υπερτερώ σε κάτι ακόμα («προσυπερβάλλειν τινας ὠμότητι», Φίλ.) 2. παραβαίνω κάτι ακόμη («προσυπερβάλλειν τοὺς ἐπιεικείας ὅρούς», Φίλ.) 3. (απολ.) υπερβαίνω, προχωρώ πέρα από το δίκαιο ή το αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ …
56προτερώ — έω, Α [πρότερος] 1. προηγούμαι ως προς τον χρόνο ή τον τόπο (α. «προτερεῑ ἀστραπὴ βροντῆς», Επίκ. β. «προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ», Ηρόδ.) 2. (για τοκετό) γίνομαι πριν από την ώρα μου 3. (για φυτά) είμαι πρώιμος 4. (για πρόσ.) παίρνω την… …
57προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …
58πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …
59τυραννεύω — ΜΑ μσν. φέρνω πόλεμο σε κάποιον αρχ. 1. είμαι, διατελώ τύραννος πόλης («Ἱππίεω τυραννεύοντος», Ηρόδ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω («τυραννεύουσα τῷ κάλλει τῶν ὀμμάτων μίαν αὐτοῑς εἰργάζετο τάσιν τὴν πρὸς αὐτήν», Λιβάν.) 3. μτφ. συμπεριφέρομαι σαν… …
60υπέρειμι — ΜΑ υπερέχω, υπερτερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εἰμί] …