υπερτερώ
41περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… …
42περικαίνυμαι — Α 1. νικώ 2. (για φωτιά) καίω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καίνυμαι «υπερτερώ, υπερέχω»] …
43περιπέλομαι — Α 1. (σχετικά με τόπο) κινούμαι ολόγυρα, περικυκλώνω («ἄστυ περιπλομένων δηίων ὕπο θυμοραϊστέων», Ομ. Ιλ.) 2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι και ξαναρχίζω 3. είμαι ανώτερος, υπερτερώ, νικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέλομαι «βρίσκομαι»] …
44περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …
45πιστοτερώ — έω, Μ παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)] …
46πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …
47πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… …
48πλεονεκτώ — πλεονεκτῶ, έω, ΝΜΑ [πλεονέκτης] 1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.) 2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε… …
49προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …
50προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …