υπερτερώ
101υπερβάλλω — υπέρβαλα 1. υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, πλεονεκτώ: Υπερβάλλει όλους σε εργατικότητα. 2. μεγαλοποιώ, παρασταίνω κάτι υπερβολικά, τα παραλέω: Έτσι όπως τα λες, υπερβάλλεις. 3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., υπερβάλλον το πλεόνασμα, το περίσσεμα: Το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
102υπερβαίνω — 1. περνώ πάνω από κάτι: Υπερβαίνω το λόφο. 2. υπερνικώ: Υπερβαίνει κανείς πολλά εμπόδια στη ζωή. 3. υπερτερώ, είμαι ή γίνομαι ανώτερος από κάτι ή κάποιον: Αυτή η προσπάθεια υπερβαίνει τις δυνάμεις του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)