υπερτερώ

  • 11αποκαίνυμαι — ἀποκαίνυμαι (Α) [καίνυμαι] υπερτερώ, υπερέχω …

    Dictionary of Greek

  • 12εκδυναστεύω — ἐκδυναστεύω (Α) υπερτερώ, επικρατώ …

    Dictionary of Greek

  • 13επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 14επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 15εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …

    Dictionary of Greek

  • 16κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …

    Dictionary of Greek

  • 17καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… …

    Dictionary of Greek

  • 18καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 19καταπερίειμι — (Α) υπερτερώ έναντι κάποιου, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περί ειμι «περιφέρομαι, περιέρχομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 20καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… …

    Dictionary of Greek