-
1 υπερβολικός
[ипэрволикос] εκ. преувеличенный, чрезмерный, гиперболический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπερβολικός
-
2 чрезмерный
υπερβολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чрезмерный
-
3 непомерный
-
4 чрезмерный
-
5 неумеренный
επ.υπέρμετρος, υπερβολικός•-восторг υπέρμετρος ενθουσιασμός•
неумеренный человек υπερβολικός (πολύ απαιτητικός) άνθρωπος.
-
6 гиперболический
1. мат. υπερβολοει-δής 2. (преувеличенный) υπερβολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гиперболический
-
7 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
8 преувеличение
η υπερβολή, η μεγαλο-ποίηση, η διόγκωση, (завышение оценки) η υπερεκτίμηση/υπερτίμηση-ность η υπερβολή, η μεγαλοποίηση-ный υπερβολικός, διογκωμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преувеличение
-
9 баснословный
баснословныйприл μυθώδης, ἀνήκουστος, ὑπερβολικός, ἀπίστευτος. -
10 безбожный
безбожн||ыйприл1. ἀθεος;2. перен ὑπερβολικός, φοβερός:\безбожныйые цены οἱ ὑπερβολικές τιμές. -
11 гиперболический
гипербол||ический, гиперболи́чныйприл ὑπερβολικός. -
12 гиперболичный
гипербол||ический, гиперболи́чныйприл ὑπερβολικός. -
13 дутый
дут||ыйприл1. φυσητός (о стекле)/ Ελος, βαθουλός (полый)·2. перен ^увеличенный) разг ὑπερβολικός, ρεξογκωμένος, παραφουσκωμένος:\дутыйые цифры οἱ ἐξογκωμένοι ἀριθμοί. -
14 невероятный
невероя́тн||ыйприл1. ἀπίστευτος, ἀπίθανος:\невероятныйые слухи οἱ ἀπίθανες φήμες· творятся \невероятныйые вещи γίνονται ἀπίστευτα πράματα·2. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ἐξαιρετικός:\невероятныйая доброта́ ἡ ἐξαιρετική καλοσύνη. -
15 непомерный
непомерн||ыйприл ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος:\непомерныйые требования οἱ ὑπερβολικές ἀπαιτήσεις. -
16 несходный
несхо́д||ныйприл1. (непохожий) ἀνόμοιος, διαφορετικός, διάφορος'2. (о цене) разг ὑπερβολικός, παράλογος. -
17 неумеренный
неумеренн||ыйприл1. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος:\неумеренныйое употребление вина ἡ κατάχρηση στό πιοτό·2. (о человеке) ἀκρατης, ἀκράτητος / ἀδηφάγος, φαγᾶς (в еде)/ πότης (в питье). -
18 перестраховка
перестрахо́в||каж1. ἡ ἀντασφάλεια, ἡ ἀντασφάλιση [-ις]·2. перен ὁ ὑπερβολικός φόβος εὐθύνης. -
19 преувеличенный
преувел||иченныйприл ὑπερβολικός, ἐξογκωμένος. -
20 баснословный
[μπασνασλόβνυϊ] επ. υπερβολικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπερβολικός — hyperbolical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβολικός — ή, ό / ὑπερβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπερβολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.) νεοελλ. 1. αυτός που υπερβαίνει… … Dictionary of Greek
υπερβολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ξεπερνάει το κανονικό, το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο: Υπερβολική ταχύτητα. 2. (για πράγματα), αυτός που γίνεται ή λέγεται με υπερβολή: Υπερβολική αξίωση. 3. (για πρόσωπα), αυτός που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικώτερον — ὑπερβολικός hyperbolical adverbial comp ὑπερβολικός hyperbolical masc acc comp sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικῶν — ὑπερβολικός hyperbolical fem gen pl ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικόν — ὑπερβολικός hyperbolical masc acc sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικαῖς — ὑπερβολικός hyperbolical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικαί — ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικοῖς — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβολικοῦ — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)