Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπεράνω όλων

  • 1 превыше

    превыше
    нареч:
    \превыше всего́ πάνω ἀπό ὀλα, ὑπεράνω ὀλων.

    Русско-новогреческий словарь > превыше

  • 2 пущий

    επ. παλ. υπέρ θ., β. ο μεγαλύτερος, ο μέγιστος, ο υπεράνω όλων.
    εκφρ.
    для -ей важности – για πρόσδοση μεγαλύτερης σπουδαιότητας.

    Большой русско-греческий словарь > пущий

  • 3 над

    κ. надо (πρόθεση με οργν.)1
    1. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•

    над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•

    лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•

    над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.

    2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•

    над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•

    диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•

    диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•

    начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.

    || για, διά•

    трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.

    || με•

    смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.

    || σε, προς•

    насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•

    сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > над

См. также в других словарях:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»