υπαρχηγός

  • 1υπαρχηγός — ο, η, Ν ο αμέσως κατώτερος τού αρχηγού, ο αναπληρωτής τού αρχηγού («υπαρχηγός τού επιτελείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 2υπαρχηγός — ο ο πρώτος μετά τον αρχηγό, ο αναπληρωτής του αρχηγού: Ο Α ήταν ο υπαρχηγός της οργάνωσης …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3Hellenic Army — The Hellenic Army (Greek: Ελληνικός Στρατός) is the land force of Greece. The Army of the modern nation of Greece has a history of nearly 190 years and came to its present form, gradually through those years.Motto of the Hellenic Army is Freedom… …

    Wikipedia

  • 4Structure of the Hellenic Army — General Staff*Hellenic Army General Staff Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) **Chief of Staff of the Army Αρχηγός ΓΕΣ **Inspector General of the Army Γενικός Επιθεωρητής Στρατού / Διοικητής ΔΙΔΟΕΕ **1st Deputy Chief of Staff of the Army A Υπαρχηγός… …

    Wikipedia

  • 5Hellenic Army General Staff — (Γενικό Επιτελείο Στρατού ΓΕΣ).Chain of CommandChief / Hellenic Army General StaffΑρχηγός ΓΕΣThe current Chief of Staff of the Army is Lt. Gen. Dimitrios Voulgaris.Inspector General of the ArmyΓενικός Επιθεωρητής Στρατού / Διοικητής ΔΙΔΟΕΕThe… …

    Wikipedia

  • 6υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …

    Dictionary of Greek

  • 7Βενιζέλος, Σοφοκλής — (Χανιά 1894 – Ηράκλειο 1964).Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενώ ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη… …

    Dictionary of Greek

  • 8Dimitrios Grapsas — Born 1948 Ypati Allegiance Greece …

    Wikipedia

  • 9Cities Police — Astynomia Poleon Αστυνομία Πόλεων Cities Police badge, 1974–1984 …

    Wikipedia

  • 10αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός …

    Dictionary of Greek