υπάρ
1ὕπαρ — real appearance seen in a state of waking neut …
2ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… …
3υπάρ — Α βλ. υπέρ …
4ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …
5ՎԵՐՋ — (ի կամ ոյ, վերջք, ջից.) NBH 2 0815 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. τέλος finis ἕσχατον, τελευταῖον extremum, ultimum. եւ ի սուրբ գիրս οὑρά cauda οὑραγία extremi agminis ductus. (հակառակն… …
6сон — род. п. сна, диал. во снях во сне (Мельников) из др. русск. въ сънѣхъ, укр. сон, род. п. сна, блр. сон, род. сна, др. русск., ст. слав. сънъ ὕπνος (Супр.), болг. сън, сербохорв. са̏н, род. п. сна̏, словен. sǝ̀n, род. п. snà, чеш., слвц. sen,… …
7очивѣсть — (9*) нар. 1.Очевидно, явно; въяве: заступи бо ѡчивѣсть ѿ поганы(х) ст҃а˫а Б҃ца. и хрь(с)˫аньска мл҃тва. ЛЛ 1377, 123 (1172); во снѣ ѡчивѣсть ˫авлѧшесѧ има ст҃ыи сиѡнъ. (αὐτοπτικῶς) СбТр XIV/XV, 158 об. 2. Наяву, в действительности: и ˫ависѧ ѥму… …
8ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …
9ίπαρ — ἴπαρ, τὸ (Α) αιολ. τ. αντί ύπαρ* …
10νώκαρ — νῶκαρ, αρος, τὸ (Α) 1. λήθαργος, κώμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια» 3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη… …
- 1
- 2