υμεν
1Υμέν — Α βλ. Ὑμήν …
2Ὑμέν' — Ὑμένα , Ὑμήν Hymen masc acc sg Ὑμένι , Ὑμήν Hymen masc dat sg Ὑμένε , Ὑμήν Hymen masc nom/voc/acc dual …
3ὑμέν' — ὑμένα , ὑμήν 1 thin skin masc acc sg ὑμένι , ὑμήν 1 thin skin masc dat sg ὑμένε , ὑμήν 1 thin skin masc nom/voc/acc dual ὑμένα , ὑμήν 2 thin skin masc acc sg ὑμένι , ὑμήν 2 thin skin masc dat sg ὑμένε , ὑμήν 2 thin skin masc nom/voc/acc dual …
4Hymenoptera — «Himenóptero» redirige aquí. Para el cortometraje de 1992, véase Himenóptero (corto).   Hymenoptera …
5εφυμενίδα — η βοτ. το συνεχές αδιάβροχο προστατευτικό στρώμα που καλύπτει την επιδερμίδα τών φύλλων και άλλων ευαέριων τμημάτων τών περισσότερων ανώτερων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑμεν ίδα (< ὑμήν, ένος)] …
6μεροπήιος — μεροπήϊος, ον, θηλ. και μεροπηΐς, ΐδος (Α, Μ μερόπειος, α και η, ον) ανθρώπινος, θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ, οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, υμεν ήιος)] …