τῷ ἀννίβᾳ
1Ἀννίβα — Ἀννίβᾱ , Ἀννίβας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀννίβᾱ , Ἀννίβας masc gen sg (doric aeolic) …
2Ἀννίβᾳ — Ἀννίβᾱͅ , Ἀννίβας masc dat sg (doric aeolic) …
3Ἄννιβα — Ἀννίβας masc voc sg (doric aeolic) Ἀννίβας masc nom sg (epic doric aeolic) …
4Ἀννίβας — Ἀννίβᾱς , Ἀννίβας masc acc pl (doric aeolic) Ἀννίβᾱς , Ἀννίβας masc nom sg (epic doric aeolic) …
5Ἀννίβαι — Ἀννίβᾱͅ , Ἀννίβας masc dat sg (doric aeolic) …
6Ἀννίβαν — Ἀννίβᾱν , Ἀννίβας masc acc sg (epic doric aeolic) …
7Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …
8Άνων ή Άννων — Όνομα στρατηγών και ναυάρχων των Καρχηδονίων. 1. Γιος του Αμίλκα (; – 488; π.Χ.). Υπέταξε τους Λουσιτανούς, αλλά εξαφανίστηκε στη μάχη της Ιμέρας (488 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι έπλευσε κατά μήκος των αφρικανικών ακτών του Ατλαντικού, μέχρι… …
9Ασδρούβας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός των Καρχηδονίων (; – 221 π.Χ.). Ήταν γαμπρός του Αμίλκα Βάρκα και γυναικάδελφος του Αννίβα. Μετά τον θάνατο του Αμίλκα, ανέλαβε την ηγεσία των καρχηδονικών δυνάμεων στην Ισπανία (228 π.Χ.). Τον σκότωσε ένας… …
10αννιβαϊκός — ή, ό (Α ἀννιβαϊκός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αννίβα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἀννιβαϊκά τα πολεμικά έργα του Αννίβα ή τα βιβλία που αναφέρονται σ αυτά …