τῶ τοι ἐπιτλήτω κραδίη

  • 1επιτλώ — ἐπιτλῶ, άω (Α) υποφέρω υπομονετικά, υπομένω («τῷ τοι ἐπιτλήτω κραδίη» γι’ αυτό ας υπομείνει η καρδιά σου Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τλω «υπομένω»] …

    Dictionary of Greek