τῶν ὄμβρων

  • 1Λουαπούλα — (Luapula). Ποταμός της κεντρικής Αφρικής, που διαρρέει τη Ζάμπια και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, δεξιός παραπόταμος του Λουαλάμπα. Θεωρείται ως το βασικό ρεύμα του ποταμού Κονγκού. Ο Λ. πηγάζει Ν της λίμνης Τανγκανίκα και εκβάλλει στη λίμνη… …

    Dictionary of Greek

  • 2υπολωφώ — άω, ΜΑ μσν. σταματώ για λίγο («ὑπελώφησεν ἡ καταφορὰ τῶν ὄμβρων», Κ. Μανασσ.) αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από κάτι («ἤδη μὲν παντὸς φόβου ὑπολωφῶντες», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λωφῶ «σταματώ, λήγω»] …

    Dictionary of Greek