τῶν ἐπιστημῶν

  • 91καμπέρα — (Canberra, αυστραλιανή προφορά Κάνμπερα). Πόλη (311.518κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο που περιβάλλεται από λόφους, περίπου 240 χλμ. ΝΔ του Σίδνεϊ. Είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 92βιοηθική — Κλάδος της ηθικής, στη φιλοσοφία, που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αι. και ο οποίος ασχολείται με ζητήματα που αφορούν την υγιεινή και τις επιστήμες της βιολογίας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια σειρά ηθικών ζητημάτων που… …

    Dictionary of Greek

  • 93βυζαντινολογία ή βυζαντιολογία — Επιστήμη που ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Άρχισε να αναπτύσσεται τον 19o αι. και περιλαμβάνει: τον κλάδο της θεολογίας, που ασχολείται με την έρευνα της δογματικής, της συμβολικής, της λειτουργικής,… …

    Dictionary of Greek

  • 94Καντίνσκι, Βασίλι — (Μόσχα 1866 – Νεϊγί σιρ Σεν 1944). Ρώσος ζωγράφος. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός αφηρημένης τέχνης στην Ευρώπη. Έφυγε από την πατρίδα του το 1896, εγκαταλείποντας τις σπουδές νομικής και πολιτικής οικονομίας, και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για να… …

    Dictionary of Greek

  • 95Κασίρερ, Ερνστ — (Ernst Cassirer, Μπρέσλαου, Σιλεσία 1874 – Νέα Υόρκη 1945). Γερμανός φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Δίδαξε σε πολλά γερμανικά πανεπιστήμια έως το 1933, οπότε οι ρατσιστικές διώξεις των ναζί τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Ανέλαβε… …

    Dictionary of Greek

  • 96Κουαρένγκι, Τζάκομο — (Giacomo Quarenghi, Ρότα ντ’ Iμάνια, Μπέργκαμο 1744 – Αγία Πετρούπολη 1817). Ρώσος αρχιτέκτονας, ιταλικής καταγωγής. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του νεοκλασικού στιλ. Το 1763 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική …

    Dictionary of Greek

  • 97Λε Σατελιέ, Ανρί Λουί — (Henri Louis Le Châtelier, Παρίσι 1850 – Μιριμπέλ λεζ Εσέλ, Ιζέρ 1936). Γάλλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Παρισιού και σε πολύ νεαρή ηλικία απέκτησε πτυχίο στη χημεία. Την περίοδο 1879 98 δίδαξε γενική και ανόργανη χημεία… …

    Dictionary of Greek

  • 98Περέν, Ζαν-Μπατίστ — (Perrin, Λίλη 1870 – Νέα Υόρκη 1942). Γάλλος φυσικός. Σχεδίασε και πραγματοποίησε βασικές έρευνες πάνω σε φαινόμενα σχετικά με την ασυνέχεια της ύλης. Για σαράντα χρόνια περίπου (1898 1940) υπήρξε καθηγητής στη Σορβόνη· από το 1923 μέλος της… …

    Dictionary of Greek

  • 99Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… …

    Dictionary of Greek

  • 100Χαρτσέκερ, Νικόλαος — (Hartsoeker, 1652 – 1725). Ολλανδός φυσικός. Ήταν γιος κληρικού, ο οποίος τον προόριζε να ακολουθήσει το επάγγελμά του. Ο ίδιος όμως μελετούσε τη νύχτα κρυφά μαθηματικά, αστρονομία και φυσική. Το 1673 διαπίστωσε, με τη βοήθεια του μικροσκοπίου… …

    Dictionary of Greek