τῶν ἐπιστημῶν

  • 81Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… …

    Dictionary of Greek

  • 82Έντισον, Τόμας — (Thomas Edison, Μάιλαν, Οχάιο 1847 – Νιου Τζέρσεϊ 1931). Αμερικανός εφευρέτης, ολλανδικής καταγωγής. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την εξαιρετική φυσική αντοχή στην εργασία και από τη μητέρα του, μια έξυπνη και μορφωμένη γυναίκα, πήρε την πρώτη… …

    Dictionary of Greek

  • 83Ντιρκέμ, Εμίλ — (Emile Durkheim, Επινάλ 1858 – Παρίσι 1917). Γάλλος κοινωνιολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής της επιθεώρησης L’ Annee sociologique (1896) και δίδαξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στη Σορβόνη. Το έργο του, μαζί με το έργο του Μαξ Βέμπερ,… …

    Dictionary of Greek

  • 84Τουρνεφόρ, Zοζέφ ντε Πιτόν — (Tournefort, Aιξ 1656 – ;). Επιφανής Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής. Σπούδασε ιατρική στο Μονπελιέ και επιδόθηκε ιδιαίτερα στη βοτανική, στην οποία είχε ιδιαίτερη κλίση. Αψηφώντας κόπους και κινδύνους, επιχείρησε διάφορα ταξίδια με σκοπό τις… …

    Dictionary of Greek

  • 85Γκουαρίνι, Γκουαρίνο — (Guarino Guarini, Μοντένα 1624 – Μιλάνο 1683).Ιταλός αρχιτέκτονας. Υπήρξε μοναχός της αδελφότητας των Θεατίνων. Σπούδασε στη Ρώμη, όταν στην αρχιτεκτονική επικρατούσε ο ρυθμός του μπαρόκ, εμπνευσμένος από τη μεγάλη προσωπικότητα του Φραντσέσκο… …

    Dictionary of Greek

  • 86Πάουελ, Σέσιλ Φρανκ — (Powell, Cecil Frank, Τόνμπριτζ 1903 – Σάνικο, λίμνη Κόμο 1969). Άγγλος φυσικός. Διηύθυνε την ομάδα των φυσικών του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, η οποία ανέλαβε σημαντικές έρευνες για τις κοσμικές ακτίνες. Με τους συνεργάτες του επινόησε την πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 87Χένρι, Τζόζεφ — (Henry, Όλμπανι, Νέα Υόρκη 1797 – Ουάσινγκτον 1878). Αμερικανός φυσικός. Φτωχός, από εργατική οικογένεια πήρε μόνο μια στοιχειώδη μόρφωση και ύστερα δούλεψε ως μαθητευόμενος κοντά σε έναν ωρολογοποιό· συνέχισε να σπουδάζει τις ελεύθερες ώρες του… …

    Dictionary of Greek

  • 88Κάρναπ, Ρούντολφ — (Rudolf Carnap, Βούπερταλ 1891 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια 1970). Γερμανός φιλόσοφος. Ήταν καθηγητής στη Βιέννη και έπειτα στην Πράγα (1931 36). Αργότερα πήγε στο Σικάγο και στο Λος Άντζελες, όπως και πολλοί συνάδελφοί του που ανήκαν στον κύκλο… …

    Dictionary of Greek

  • 89Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα …

    Dictionary of Greek

  • 90εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …

    Dictionary of Greek