τῶν ἐπιστημῶν

  • 71δούμα — Η πρώτη ρωσική αντιπροσωπευτική βουλή, που προέκυψε έπειτα από παραχώρηση του τσάρου Νικολάου Β’, μετά την επανάσταση του 1905. Η δ., που συνιστούσε την κάτω βουλή, λειτουργούσε παράλληλα με την άνω βουλή, που ονομαζόταν Αυτοκρατορικό Συμβούλιο.… …

    Dictionary of Greek

  • 72Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …

    Dictionary of Greek

  • 73συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …

    Dictionary of Greek

  • 74Βαρινιόν, Πιέρ — (Pierre Varignon, Καν 1654 – Παρίσι 1722). Γάλλος μαθηματικός. Υπήρξε από τους πρώτους που εφάρμοσαν στη μηχανική (αρχή των δυνατών έργων κλπ.) τις μεθόδους του απειροστικού λογισμού του Νεύτωνα και του Λάιμπνιτς. Εκτός από τις μελέτες του στη… …

    Dictionary of Greek

  • 75Χόιχενς, Κρίστιαν — (Huygens, Χάγη 1629 – 1695). Ολλανδός φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Γιος υπουργού του Γουλιέλμου Γ’ πρίγκιπα του Οράνζ, πήρε σοβαρή και επιμελημένη εκπαίδευση. Παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής στο Άμστερνταμ και νομικής στο Λέιντεν, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 76βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 77Λομονόσοφ, Μιχαήλ Βασίλιεβιτς — (Mikhail Vasilyevich Lomonosov, Ντενίσοβκα, Αρχάγγελος 1711 – Αγία Πετρούπολη 1765). Ρώσος επιστήμονας και λόγιος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πρώτα στη γενέτειρά του και στη συνέχεια σε διάφορα ρωσικά και γερμανικά πανεπιστήμια. Το …

    Dictionary of Greek

  • 78Πλανκ, Μαξ — (Planck). Γερμανός θεωρητικός φυσικός (Κίελο 1858 – Γκέτινγκεν 1947). Η φήμη του είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την ανακάλυψη της κβάντωσης της ενέργειας (1900), η οποία άνοιξε το δρόμο για όλες τις μεταγενέστερες εξελίξεις της κβαντικής φυσικής …

    Dictionary of Greek

  • 79Φαρνέζε — (Farnese). Επώνυμο ηγεμονικής οικογένειας της Ιταλίας, που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της χώρας. 1. Πέτρος Λουδοβίκος (1503 – 1547). Νομιμοποιημένος, φυσικός γιος του πάπα Παύλου Γ’· από το 1545 ήταν ηγεμόνας …

    Dictionary of Greek

  • 80φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη …

    Dictionary of Greek