τῶν ἐπιστημῶν

  • 121Τατίστσεφ, Βασίλι Νικίτιτς — (1688 – 1750). Ρώσος ιστορικός, γεωγράφος, φιλόσοφος και πολιτικός. Σπούδασε στη σχολή του πυροβολικού της Μόσχας, πήρε δε μέρος στη μάχη της Ποτάβας και στην εκστρατεία του Προύθου. Αργότερα πήγε στη Γερμανία όπου σπούδασε φιλοσοφία και μηχανική …

    Dictionary of Greek

  • 122Τέμπλοφ, Γκριγκόρ Νικολάγιεβιτς — (1775 – 1857). Ρώσος ιστορικός. Σπούδασε φιλολογία στη Ρωσία, στη Γερμανία και στη Γαλλία. Όταν βρισκόταν στο Παρίσι συνδέθηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή, μετέφρασε τον Ξενοφώντα και μέρος της ιστορίας του Ηρόδοτου. Όταν επέστρεψε στη Ρωσία εξελέγη… …

    Dictionary of Greek

  • 123Φρενέλ, Oγκιστέν-Ζαν — (Fresnel, 1788 – 1827). Γάλλος φυσικός και εφευρέτης. Οι επιστημονικές του έρευνες στράφηκαν, κυρίως, γύρω από την πόλωση του φωτός, τη διάθλαση, την απλή ανάκλαση και την κυματοειδή του διάδοση. Ως ερευνητής και επιστήμονας είχε μεγάλη φήμη, γι’ …

    Dictionary of Greek

  • 124Ακαδημία — η επίσημο ίδρυμα με σκοπό την προαγωγή των Επιστήμων, των Γραμμάτων και των Τεχνών: Γαλλική Ακαδημία, Ακαδημία Αθηνών, Ακαδημία της Βιέννης κτλ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 125θετικισμός — ο 1. φιλοσοφικό σύστημα που αποκρούει κάθε μεταφυσική, θεωρεί ως βασική πηγή γνώσης την εμπειρία και περιορίζει την αποστολή των επιστημών στην αναγνώριση και την καταγραφή κι όχι στην ερμηνεία των γεγονότων και των φαινομένων: Ο θετικισμός… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 126Christakis Zografos — Portrait of Christakis Zografos Born 1820 Qestorat, Ottoman Empire (now in Albania) Died June 19, 1896( …

    Wikipedia

  • 127γεωμετρογραφία — η το σύνολο τών επιστημών και τεχνών που ασχολούνται με μετρήσεις και απεικονίσεις τμημάτων ή τού όλου τής γήινης επιφάνειας, τού υπεδάφους και τών βυθών …

    Dictionary of Greek

  • 128κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek