τῶν ἐπιστημῶν

  • 111μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 112Ζαμέν, Ζιλ — (Jules Zamin, 1818 – 1886). Γάλλος φυσικός. Το 1852 έγινε καθηγητής του πολυτεχνείου και το 1863 καθηγητής του πανεπιστημίου του Παρισιού. Μελέτησε το φαινόμενο της διάθλασης των αερίων και ερεύνησε το πρόβλημα της απορρόφησης των φωτεινών και… …

    Dictionary of Greek

  • 113Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης — (Σπάρτη 1900 – Αθήνα 1981). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Φοίτησε στη Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή και στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία στη Βιέννη και στη Χαϊδελβέργη. Έγινε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, εξελέγη… …

    Dictionary of Greek

  • 114Κέκιλέ φον Στράντονιτς, Ράινχαρτ — (Reinhard Kekulé von Stradonitz, 1839 – 1911). Γερμανός αρχαιολόγος. Σπούδασε κλασική φιλολογία και αρχαιολογία και εργάστηκε αρχικά στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ρώμης. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε συστηματικά… …

    Dictionary of Greek

  • 115Κιέπερτ — (Κiepert). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών γεωγράφων και χαρτογράφων. 1. Έριχ (Erich, 1818 – 1899). Σπούδασε αρχαία ιστορία και γεωγραφία στο Βερολίνο και ήταν γνώστης πολλών ξένων γλωσσών. Συνεργάστηκε με τον Ρίτερ για τη χαρτογράφηση της Ελλάδας… …

    Dictionary of Greek

  • 116Μπαγί, Ζαν Σιλβέν — (Jean Sylvain Bailly, Παρίσι 1736 – 1793). Γάλλος αστρονόμος και πολιτικός. Χρημάτισε μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών (1763) και αργότερα της Γαλλικής Ακαδημίας (1783), ενώ στη διάρκεια της γαλλικής Επανάστασης διετέλεσε πρόεδρος της… …

    Dictionary of Greek

  • 117Μπρινσβίκ, Λεόν — (Leon Brunschvicg, Παρίσι 1869 – Εξ Λε Μπεν 1944). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής του περιοδικού Revue de Metaphysique et de morale. Οδηγούμενος από τον κριτικό ιδεαλισμό του, θεωρεί τη φιλοσοφία ως τη γνώση των γνώσεων και υποστηρίζει, αντιτιθέμενος… …

    Dictionary of Greek

  • 118Πειράματος, Ακαδημία του– — (Accademia del Cimento). Επιστημονικό σωματείο που ιδρύθηκε στη Φλωρεντία το 1657 από τους οπαδούς των θεωριών του Γαλιλαίου και με την υποστήριξη του Λεοπόλδου και του Φερδινάνδου B’ των Μεδίκων. Έδρα της ήταν μια αίθουσα του παλάτσο Πίτι και οι …

    Dictionary of Greek

  • 119Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 120Σπράνγκερ, Εδουάρδος — (Spranger). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος και παιδαγωγός (1882 1963). Διατέλεσε καθηγητής Πανεπιστημίου στη Λιψία, το Βερολίνο και την Τυβίγγη. Διαμόρφωσε τις φιλοσοφικές θεωρίες του κάτω από την επίδραση των φιλοσοφικών ιδεών του Ντίλθεν και του …

    Dictionary of Greek