τῶν ἐπιστημῶν

  • 101φιλοσοφία — η 1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίας (βλ. λ.), η επιθυμία για γνώση, η φιλομάθεια. 2. η αναζήτηση της αλήθειας, η έρευνα της φύσης των πραγμάτων, η επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 102θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …

    Dictionary of Greek

  • 103περιγραφικός — ή, ό / περιγραφικός, ή, όν, ΝΑ [περιγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή νεοελλ. 1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος») 2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια… …

    Dictionary of Greek

  • 104Αραγκό, Φρανσουά Ντομινίκ Ζαν — (François Dominique Jean Arago, Εσταζέλ νταλε Ρουσιγιόν 1786 – Παρίσι 1853). Γάλλος φυσικός, αστρονόμος και πολιτικός. Μόλις αποφοίτησε από την πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, πήρε μέρος μαζί με τον Ζαν Μπατίστ Μπιό στις εργασίες μέτρησης του… …

    Dictionary of Greek

  • 105Βομπάν, Σεμπαστιάν λε Πρεστρ, μαρκήσιος — (Sebastian le Prestre Vauban, Σεν Λεζέ ντε Φουρσερέ 1633 – Παρίσι 1707). Γάλλος στρατάρχης και στρατιωτικός μηχανικός. Υπηρετώντας στο τμήμα οχυρωματικών έργων, πήρε μέρος στον πόλεμο Γαλλίας και Αγγλίας κατά της Ισπανίας στη Φλάνδρα και διηύθυνε …

    Dictionary of Greek

  • 106Λε Βεριέ, Ιρμπέν — (Urbain Le Verrier, Σεν Λο, Μάγχη 1811 – Παρίσι 1877). Γάλλος αστρονόμος. Διετέλεσε καθηγητής της ουράνιας μηχανικής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το 1854 κλήθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση του αστεροσκοπείου του Παρισιού μετά τον θάνατο του… …

    Dictionary of Greek

  • 107Μπουτρού, Εμίλ — (Emile Boutroux, Μονρούζ 1845 Παρίσι 1921). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής της σχολής της συμπτωσιαρχίας. Μαθητής του πνευματοκρατικού Ραβεσόν, δίδαξε στην Ecole Normale Superieure και στη Σορβόνη. Εκτός από τις πολλές μελέτες του επί της ιστορίας της …

    Dictionary of Greek

  • 108Σορέλ, Αλμπέρ — (Sorel). Γάλλος ιστορικός (Ουφλέρ 1842 Παρίσι 1906). Ήταν υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών από το 1866 και το συμβούλιο του Τεν τον διόρισε καθηγητή στην έδρα της πολιτικής ιστορίας της Σχολής πολιτικών επιστημών του Παρισιού. Γενικός… …

    Dictionary of Greek

  • 109Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 110γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …

    Dictionary of Greek