τῶν ἁλῶν

  • 11DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …

    Dictionary of Greek

  • 13αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα …

    Dictionary of Greek

  • 14αλωνοφύλακας — ο (Α ἁλωνοφύλαξ) ο φύλακας τού αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλων + φύλαξ] …

    Dictionary of Greek