τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι

  • 1ορσοί — ὀρσοί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ἔρση* (πληθ. ἔρσαι «νεογνά ζώων, αρνιά»)] …

    Dictionary of Greek