τῶν ἀμφικτιόνων

  • 1στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …

    Dictionary of Greek

  • 2πυλαίος — α, ο / πυλαῑος, αία, ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη νεοελλ. 1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το… …

    Dictionary of Greek

  • 3Κρίσα — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. II Αρχαία πόλη της Φωκίδας, που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το επίνειό της, την πόλη Κίρρα.… …

    Dictionary of Greek

  • 4Πυλαία ή Πύλαι — Η σύνοδος των Αμφικτιόνων που γινόταν γύρω από τον ναό της Δήμητρας στις Θερμοπύλες ή ακριβέστερα στην Aνθήλη. Π. ονομαζόταν επίσης και ο τόπος της συνόδου. Η σύνοδος αυτή γινόταν δύο φορές τον χρόνο, το φθινόπωρο και την άνοιξη. Στην Π. η… …

    Dictionary of Greek

  • 5επιμηνιεία — ἐπιμηνιεία, ἡ (Α) 1. το αξίωμα τού επιμηνίου 2. έκτακτη συνεδρία τών αμφικτιόνων …

    Dictionary of Greek