τῶν οὔλων
1σκορβούτο — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων,… …
2πυόρροια φατνιακή — (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και… …
3ουλίτιδα — Πάθηση των ούλων. Βλ. λ. ούλα. * * * η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + επίθημα ίτιδα (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. οὐλῖτις, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Λάζο] …
4βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …
5λυσοζύμη — Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι …
6Ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * Οὐλώ και Ἰουλώ, ἡ (Α) προσωνυμία τής Δήμητρος, ως θεάς τών ιούλων, δηλ. τών… …
7αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… …
8οδοντοκοσμητικό — το συν. στον πληθ. τα οδοντοκοσμητικά (φαρμ.) ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον καθαρισμό τών δοντιών, την περιποίηση τών ούλων και, γενικά την αντισηψία τής στοματικής κοιλότητας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται οι οδοντόκρεμες ή… …
9ούλο — το (ΑΜ οὖλον) συν. στον πληθ. τα ούλα ροδόχρους και παχύς βλεννογόνος με ινώδη στοιχεία στερεά προσκολλημένος στις φατνιακές αποφύσεις τών γνάθων και στην οστέϊνη ουσία τών δοντιών αρχ. στον πληθ. πρήξιμο στα ούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …
10φορέας — ο / φορεύς, έως, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. ῆος Α νεοελλ. 1. αυτός που φέρει, έχει ή μεταδίδει κάτι (α. «φορέας επαναστατικών ιδεών» β. «φορέας μικροβίων») 2. τεχνολ. κατασκευή, συσκευή ή μηχανισμός που φέρει ωφέλιμο φορτίο ή αναδέχεται δυνάμεις, όπως… …