τῶν κρεῶν βούλβιον

  • 1στέρνιον — και στερνίον και στέρνιν, τὸ, Α [στέρνον] είδος δύσπεπτου φαγητού, πιθανώς από στέρνο ζώου («τῶν κρεῶν βούλβιον καὶ στέρνιον καὶ πόδες... τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη», Αλέξ.Τράλλ.) …

    Dictionary of Greek