τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος

  • 1πολύχους — ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, οον, ή πολυχόοος, όον, Α 1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά 2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.) 3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να… …

    Dictionary of Greek