τῶν εὐχῶν

  • 11σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …

    Dictionary of Greek

  • 12προσκομιδή — η, ΝΜΑ [προσκομίζω] 1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή 2. προσφορά 3. αυτό που προσκομίζεται 4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία,… …

    Dictionary of Greek

  • 13Minuscule 343 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 343 Name Mediolani Ambrosianus H Text Gospels Date 11th century …

    Wikipedia

  • 14αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… …

    Dictionary of Greek

  • 15κομποσκοίνι ή κομβοσχοίνι — Μάλλινο, συνήθως, σχοινί, στο οποίο οι καλόγεροι δένουν περίπου εκατό κόμπους για να τους χρησιμεύει στην αρίθμηση των μονολόγιστων ευχών («Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν») ή των μετανοιών τους. Ανάλογα κομπολόγια φέρουν και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 16αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 17ιερολογία — ἡ (ΑΜ ἱερολογία, Α ιων. τ. ἱρολογίη) [ιερολόγος] (νεοελλ. μσν.) ιεροτελεστία, η θρησκευτική τελετή, τα κείμενα τών αναγνωσμάτων, ψαλμάτων και ευχών κατά την τέλεση μυστηρίου μσν. αρχ. 1. ομιλία περί θρησκευτικών θεμάτων 2. ιερά λόγια, προσευχές …

    Dictionary of Greek