τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα

  • 1λάχος — λάχος, τὸ (Α) 1. αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα 2. αυτό που παίρνει κάποιος με κλήρο, το μερίδιο («τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα», Αισχύλ.) 3. το έργο που έχει οριστεί σε κάποιον να εκτελέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ… …

    Dictionary of Greek