τῡρόεις
1τυρόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. τυροῡς, οῡσα, οῡν, Α 1. γεμάτος τυρί ή όμοιος με τυρί («ἄρτον τυρόεντα», Αθήν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυρόεις και τυροῡς τυρόπιτα («τυρόεντα μέγαν λευκοῑο γάλακτος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κατάλ. όεις*] …
2τυρόεις — τῡρόεις , τυρόεις cheesy masc nom sg …
3τυρόεντα — τῡρόεντα , τυρόεις cheesy neut nom/voc/acc pl τῡρόεντα , τυρόεις cheesy masc acc sg …
4PLACENTA — an a placo, quod eâ solerent Antiqui Deos placere; an a placeo? Graece πλακόεις, an a πλὰξ, κὸς, quod in tabulam extenderetur? Certe, sicut ditiores hostiis animalium Deorum numina sibi propitia reddere satagebant, ita egenos, Placentis hâc fini… …
5-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …
6τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …
7τυροέσσης — τῡροέσσης , τυρόεις cheesy fem gen sg (attic epic ionic) …
8τυρόεσσαν — τῡρόεσσαν , τυρόεις cheesy fem acc sg …