τῠλίσσω
1τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …
2τετυλίχθαι — τυλίσσω twist perf inf mp …
3τυλισσομένη — τυλίσσω twist pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4τυλίσσεται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd sg …
5τυλίσσονται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd pl …
6τυλίσσων — τυλίσσω twist pres part act masc nom sg …
7τύλιξον — τυλίσσω twist aor imperat act 2nd sg …
8ἐτυλίχθη — τυλίσσω twist aor ind pass 3rd sg …
9ἐτύλιξαν — τυλίσσω twist aor ind act 3rd pl …
10ἐτύλιξας — τυλίσσω twist aor ind act 2nd sg …
Страницы