τῑμ-αλφής

  • 1πολυαλφής — ές, Α αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ αλφής)] …

    Dictionary of Greek