τῑμωρία
91δίκαση — η (AM δίκασις) [δικάζω] εκδίκαση αρχ. μσν. ποινή, τιμωρία …
92δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …
93διαφέρον — το (ουδ. μτχ. εν. ως ουσ.) (ΑΝ) το σημείο διαφοράς ενός πράγματος από άλλο νεοελλ. ό,τι ενδιαφέρει, προκαλεί προσοχή, ενδιαφέρον μσν. αποζημίωση, τιμωρία («ἡ περὶ βίας ἀγωγὴ τετραπλασιάζεται εἰς τὸ διαφέρον», Κων / νος Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος)… …
94διγαμία — Η τέλεση δεύτερου γάμου πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του πρώτου. Ο γάμος αυτός είναι άκυρος, αλλά παράλληλα τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα με φυλάκιση. Η ποινική τιμωρία αφορά τόσο τον έγγαμο όσο και εκείνον που συνάπτει μαζί του νέο …
95δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …
96δικαίωση — η (AM δικαίωσις) [δικαιώ] απόδοση δικαιοσύνης μσν. νεοελλ. επιβεβαίωση νεοελλ. 1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως 2. δικαιολογία τής υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας») αρχ. 1. καταδίκη, τιμωρία 2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση 3.… …
97διόρθωμα — το (AM διόρθωμα) [διορθώ] 1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση 2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση νεοελλ. 1. επισκευή, επιδιόρθωση 2. τιμωρία αρχ. 1. όργανο ή μέσο για διόρθωση 2. (για νόμο) τροποποίηση …
98διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… …
99δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …
100είσπραξη — η (AM εἴσπραξις) συγκέντρωση, παραλαβή οφειλόμενων χρημάτων ή φόρων («είσπραξη σε είδος») νεοελλ. το ποσό τών χρημάτων που εισπράχθηκαν («μέτρησε την είσπραξη») μσν. συνέπεια ενός κακού, τιμωρία αρχ. στρατολογία …