τῑμωρία
71ανταπόδομα — το (AM ἀνταπόδομα) αυτό που ανταποδίδεται ως ανταμοιβή ή ως τιμωρία …
72ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… …
73αντεκκόπτω — ἀντεκκόπτω (Α) «ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο …
74αντιμισθία — η (AM ἀντιμισθία) νεοελλ. καταβολή μισθού, αμοιβή για εργασία αρχ. μσν. 1. ανταμοιβή, ανταπόδοση 2. τιμωρία …
75αξιόποινος — η, ο (Α ἀξιόποινος, ον) αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος αρχ. εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει …
76αποζημίωση — Το ποσό που υποχρεώνεται να καταβάλει κάποιος σε τρίτο, ως αποκατάσταση της ζημιάς που του προξένησε με πράξη ή παράλειψή του, αντίθετη προς τον νόμο. Σκοπός της α. είναι η υλική και ηθική –σε ορισμένες περιπτώσεις– αποκατάσταση του προσώπου που… …
77αποραφανίδωσις — ἀποραφανίδωσις, η (Α) εξευτελιστική τιμωρία των μοιχών με το να μπήγουν ραφανίδα στον πρωκτό τους …
78από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …
79απόδραση — Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν… …
80απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία …