τῑμωρία

  • 51Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 52Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 53Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 54Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 55άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 56έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …

    Dictionary of Greek

  • 57ίντεξ — (Ιndex). Ο επίσημος κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum) της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρεται διεθνώς. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει στους πιστούς της να κατέχουν ή να διαβάζουν τα… …

    Dictionary of Greek

  • 58αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 59αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 60αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… …

    Dictionary of Greek