τῑμωρία

  • 21κύρωση — Ο όρος στη γενική του σημασία υπονοεί τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς αντίθετης προς το πρότυπο που επικρατεί κοινωνιολογικά και χρησιμοποιείται τόσο από την αρνητική όσο και από τη θετική πλευρά της, είτε δηλαδή ως τιμωρία είτε ως ανταμοιβή που… …

    Dictionary of Greek

  • 22παραδειγματίζω — ΝΑ [παράδειγμα] 1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ) 2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα 3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του… …

    Dictionary of Greek

  • 23παραδειγματισμός — ο, ΝΑ [παραδειγματίζω] 1. το να δίνει κανείς το παράδειγμα σε άλλους ή το να διδάσκεται από το παράδειγμα τών άλλων 2. η τιμωρία που επιβάλλεται για σωφρονισμό, καθώς και ο σωφρονισμός που επιτυγχάνεται με την τιμωρία …

    Dictionary of Greek

  • 24στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …

    Dictionary of Greek

  • 25συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 26τεσσαράκοντα — οι, τα / τεσσαράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. τετταράκοντα και ιων. τ. τεσσεράκοντα και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. τετρώκοντα και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. πετταράκοντα Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) 1. σαράντα 2. παροιμ. φρ. «παρά μίαν… …

    Dictionary of Greek

  • 27όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …

    Dictionary of Greek

  • 28Ατταγίνος — (5ος αι. π.Χ.). Θηβαίος ηγέτης της αριστοκρατικής μερίδας και από τους πρωτεργάτες της υποταγής της πατρίδας του στους Πέρσες. Γιος του Φρύνωνα πείστηκε, σύμφωνα με πληροφορίες του Πλουτάρχου, από τον έκπτωτο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο να… …

    Dictionary of Greek

  • 29Βαβέλ — I (Babel). Σημιτική ονομασία της εξελληνισμένης Βαβυλώνας. Η λέξη αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, από την εποχή που γράφτηκε το 11ο βιβλίο της Γένεσης, όπου περιγράφεται η ιστορία του ομώνυμου πύργου. Στα εβραϊκά σημαίνει σύγχυση και αναφέρεται… …

    Dictionary of Greek

  • 30Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …

    Dictionary of Greek