τῑμωρία

  • 111επίπληξη — η (Α ἐπίπληξις) [επιπλήσσω] αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα νεοελλ. έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους αρχ. 1. χτύπημα 2. τιμωρία, ποινή …

    Dictionary of Greek

  • 112επίχειρα — τα (AM ἐπίχειρα, τὰ Α και ἐπίχειρον, τὸ) η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα τής κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται… …

    Dictionary of Greek

  • 113επανάκειμαι — ἐπανάκειμαι (Α) [κείμαι] 1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.) 2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος 3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 114επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… …

    Dictionary of Greek

  • 115επεξέλευσις — ἐπεξέλευσις, η (AM) [επεξελαύνω] ποινή, τιμωρία («τὴν τῶν καθ ἡμᾱς πλημμελειῶν ἐπεξέλευσιν», Ευστ.) μσν. 1. έφοδος 2. εκδίκηση …

    Dictionary of Greek

  • 116επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος …

    Dictionary of Greek

  • 117επιζήμιος — α, ο (AM ἐπιζήμιος, ον) αυτός που προκαλεί ζημιά, ο βλαβερός αρχ. 1. (για πράξη ή παράλειψη) αυτός που επισύρει ποινή, που τιμωρείται 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιζήμια η τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζημία] …

    Dictionary of Greek

  • 118επισκοπή — Ονομασία δεκαπέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 8 χλμ. Ν της Τρίπολης, στην περιοχή της αρχαίας Τεγέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο …

    Dictionary of Greek

  • 119επιτίμηση — η (AM ἐπιτίμηση) [επιτιμώ] επίπληξη, τιμωρία, επίκριση, μομφή («οὐκ ἄλλων ἐπιτιμήσει ἀκούσαντες», Θουκ.) μσν. εξορκισμός με μορφή επιπλήξεως αρχ. 1. ύψωση τής τιμής, υπερτίμηση 2. (ρητ.) ανύψωση, μεγέθυνση με χρησιμοποίηση ισχυρότερου όρου …

    Dictionary of Greek

  • 120επιτιμία — ἐπιτιμία, ἡ (Α) [επίτιμος] 1. η ιδιότητα ή κατάσταση τού επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.) 2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῑς καθὰ ἐλογίσαντο… …

    Dictionary of Greek