τῐθύμαλλος
1τιθύμαλλος — spurge masc nom sg …
2τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί …
3τιθυμάλλοις — τιθύμαλλος spurge masc dat pl …
4τιθυμάλλου — τιθύμαλλος spurge masc gen sg …
5τιθυμάλλους — τιθύμαλλος spurge masc acc pl …
6τιθυμάλλων — τιθύμαλλος spurge masc gen pl …
7τιθυμάλλῳ — τιθύμαλλος spurge masc dat sg …
8τιθύμαλλοι — τιθύμαλλος spurge masc nom/voc pl …
9τιθύμαλλον — τιθύμαλλος spurge masc acc sg …
10τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
- 1
- 2