τῇ ὀσμῂ
1ὀσμή — smell fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… …
3οσμή — η η μυρωδιά: Δυσάρεστη οσμή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀσμῇ — ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμή smell fem dat sg (attic epic ionic) …
5ὀσμῆι — ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμή smell fem dat… …
6οσμίζομαι — [οσμή] 1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι 2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι …
7ὀδμαῖς — ὀσμή smell fem dat pl …
8ὀδμαί — ὀσμή smell fem nom/voc pl …
9ὀδμῆς — ὀσμή smell fem gen sg (attic epic ionic) …
10ὀδμῇσι — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) …