τῇ ἀληϑείῃ
1ἀληθείη — ἀλάομαι wander aor opt mp 3rd sg (attic ionic) ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (epic ionic) …
2ἀληθείῃ — ἀλήθεια truth fem dat sg (epic ionic) ἀλήθεια truth fem dat sg (epic ionic) …
3ἀληθείηι — ἀληθείῃ , ἀλήθεια truth fem dat sg (epic ionic) ἀληθείῃ , ἀλήθεια truth fem dat sg (epic ionic) …
4χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …