τῇ ψάμμῳ τὰ ᾠά

  • 1ψάμμῳ — ψάμμος sand fem dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ψάμμωι — ψάμμῳ , ψάμμος sand fem dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3MINIUM — inventum primum a Callia Atheniensi, nonaginta circiter annis ante Theophrasti tempora, a quibusdam cinnabari appellatum est, Indici cinnabaris nomine, quô illi saniem draconis elisi vocabant, cum Indicae arboris gummi sit, ut Arrianus docet. Et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4ισαριθμώ — ἰσαριθμῶ, έω (Μ) [ισάριθμος] είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῡντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.) …

    Dictionary of Greek

  • 5καταχώνω — (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω) χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ. β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 6ροία — ἡ, Α 1. ροή, ρύση 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυλίστρα τῶν ἵππων παρὰ τῷ ποταμῷ καὶ ψάμμῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥόF ja (με επένθεση) < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥoF τού ῥέω* + επίθημα ja] …

    Dictionary of Greek