τῇ τῆς θαλάσσης
31Открытое море — в древности разъединявшее страны и полагавшее предел их сношениям, в настоящее время, благодаря успехом техники мореплавания, является, наоборот, главным нервом международного общения и обмена. Огромные естественные богатства моря делают его… …
32Griechische Marine — Πολεμικό Ναυτικό Aufstellung 1828 Land …
33подългоморьныи — (1*) пр. Приморский: подолгоморнии бо гради тацѣ(х) недостатокъ небѣднѣ подъѥмлють дающе свое а вземлюще ѿ морѧ. (αἱ… παραλίαι; в др. сп. παρὰ τῆς ϑαλασσης) ГБ к. XIV, 158а …
34MITYLENE et MITYLENAE — MITYLENE, et MITYLENAE plurali numerô, urbs maxima Lesbi iuxta Methymnam, Archiepiscopalis sic dicta a Mitylene Macaris filia. Hodie Metelin, sicut et insula ipsa, quae postquam variis dominis subfuit, Turcis ab Andronico Iuniori A. C. 1338.… …
35επιστήμονας — ο και επιστήμων, ο, η (AM ἐπιστήμων, ὁ, ἡ) [επίσταμαι] μσν. νεοελλ. αυτός που ύστερα από ειδικές σπουδές έχει αναγνωριστεί ως κάτοχος μιας επιστήμης αρχ. μσν. έμπειρος, πεπειραμένος («τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας», Θουκ.) αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος… …
36ευδίοπτος — εὐδίοπτος, ον (Α) 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί κάποιος να δει εύκολα, ο διαφανής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδίοπτον η διαφάνεια («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δί οπτος «διαφανής»] …
37ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …
38καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …
39λειοκύμων — λειοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κύμων (< κῦμα), πρβλ. α κύμων, εγ κύμων] …
40μεταπόντιος — μεταπόντιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἣ διὰ μέσου τῆς θαλάσσης, ο πελάγιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πόντιος (< πόντος)] …