τῇ τῆς θαλάσσης

  • 101έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …

    Dictionary of Greek

  • 102έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 103θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… …

    Dictionary of Greek

  • 104λυκιακός — ή, ό (Α λυκιακός, ή, όν) [Λυκία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή στους κατοίκους της («τῆς Λυκιακῆς θαλάσσης», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «λυκιακοί τάφοι» αρχαιολ. ιδιότυποι λαξευτοί τάφοι στη Λυκία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Λυκιακά… …

    Dictionary of Greek

  • 105ψυγμός — (I) ὁ, Α [ψύχω (Ι)] 1. τόπος κατάλληλος για ξήρανση («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.) 2. (ιδίως) μέρος κατάλληλο για το στέγνωμα διχτιών («ψυγμός σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ). (II) και ψυχμός, ὁ, Α [ψύχω (II)] …

    Dictionary of Greek

  • 106ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …

    Dictionary of Greek

  • 107Ίσαρης, Αλέξανδρος — (Σέρρες 1941 –). Ζωγράφος και συγγραφέας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο πανεπιστήμιο του Γκρατς της Αυστρίας. Έζησε στη Θεσσαλονίκη από το 1962 έως το 1978, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 108ВАСИЛИЙ ДЕКАПОЛИТ — († 750?), прп., исп. (пам. 28 февр., пам. зап. 27 февр.), жил в К поле в 1 й период Исп. Василий Декаполит. Фрагмент гравюры «Святцы на февраль». XIX в. (ГЛМ) Исп. Василий Декаполит. Фрагмент гравюры «Святцы на февраль». XIX в.… …

    Православная энциклопедия

  • 109ЕЛЕОСВЯЩЕНИЕ — [Соборование; греч. τὸ εὐχέλαιον (ἅϒίον ἔλαιον), букв. молитвомаслие (святой елей)], одно из 7 церковных таинств, в к ром при помазании тела больного специально освященным елеем на него призывается благодать Божия, исцеляющая от телесных и… …

    Православная энциклопедия

  • 110ИОАННИКИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. ᾿Ιωαννίκιος ὁ Μέγας] (753/4, по др. данным, 762, Вифиния 3.11.846, мон рь Антидион (на Олимпе Вифинском)), прп. (пам. 3 и 4 нояб.). Источники Основные сведения об И. В. содержатся в 2 Житиях: 1 е (BHG, N 936), сохранившееся в единственной… …

    Православная энциклопедия