1Μιλήτῳ — Μῑλήτῳ , Μίλητος fem dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2υπολάμπτειρα — ἡ, Α [ὑπολάμπω] (κατά τον Ησύχ.) «Ἑκάτη ἐν Μιλήτῳ» …
Dictionary of Greek