τῇ θύρᾳ
1θύρα — θύρᾱ , θύρα door fem nom/voc/acc dual θύρᾱ , θύρα door fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2Θύρα — Θύρᾱ , Θύρευς masc acc sg (attic) …
3θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …
4θύρα — η 1. πόρτα: Υαλόφρακτη θύρα. – Δίφυλλη θύρα. 2. το μέρος από το οποίο μπαίνει κανείς κάπου: Θύρα του σπιτιού. 3. μτφ., είσοδος, δυνατότητα να μπει κάποιος κάπου ή να πετύχει κάτι: Έκλεισαν για σένα οι θύρες του πανεπιστημίου.―Δεν είναι εύκολες οι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5θύρᾳ — θύραι , θύρα door fem nom/voc pl θύρᾱͅ , θύρα door fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
6θύρας — θύρᾱς , θύρα door fem acc pl θύρᾱς , θύρα door fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
7θύραι — θύρα door fem nom/voc pl θύρᾱͅ , θύρα door fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
8θυράων — θυρά̱ων , θύρα door fem gen pl (epic ionic aeolic) …
9θύραν — θύρᾱν , θύρα door fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
10Привратницкая — • Θύρα, θυρωρός, см. Domus, Дом, 3 …