τῆς ὥρας
71οιδημία — Γένος ελασματοράμφων πτηνών που μοιάζουν με πάπιες. Έχουν χρώμα σκούρο ή στιλπνό μαύρο με μερικές μόνο άσπρες κηλίδες στο κεφάλι και στις φτερούγες. Βουτάνε βαθιά στο νερό και παραμένουν κάτω από την επιφάνειά του 2 ή και 3 λεπτά της ώρας… …
72δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών της ώρας: Χρειάζομαι απαραίτητα μια δεκάλεπτη παύση εργασίας. 2. το ουδ. ως ουσ., δεκάλεπτο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
73εικοσάλεπτο — το 1. νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών, εικοσαράκι, εικοσάρι. 2. χρονικό διάστημα είκοσι λεπτών της ώρας: Απ εδώ περνάει λεωφορείο κάθε εικοσάλεπτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
74εξηκοστός — ή, ό 1. που σε σειρά κατέχει τη θέση του αριθμού 60. 2. το ουδ. ως ουσ., εξηκοστό καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη, στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/60. 3. (για την ώρα), το πρώτο λεπτό της ώρας, καθώς και το δευτερόλεπτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75καταβροχθίζω — καταβρόχθισα, καταβροχθίστηκα, καταβροχθισμένος, καταπίνω την τροφή με λαιμαργία, κατατρώγω: Καταβρόχθισαν τα φαγητά σε λίγα λεπτά της ώρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76λεπτοδείχτης — λεπτοδείχτης, ο και λεπτοδείκτης, ο ο δείχτης του ρολογιού που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
77λεπτό — το 1. το εκατοστό του ευρώ: Μου κόστισε μόνο πέντε ευρώ και είκοσι λεπτά. 2. το εξηκοστό της ώρας: Πέρασαν σαράντα λεπτά κι ακόμα να φανεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78μινούτο — το (λ. ιταλ.) 1. το λεπτό της ώρας. 2. φρ., «στο μινούτο», αμέσως, πολύ σύντομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί 5 λεπτά της ώρας: Η πεντάλεπτη διαφήμιση προϊόντος από την τηλεόραση κοστίζει πολύ ακριβά. 2. αυτός που έχει αξία 5 λεπτών του ευρώ: Πεντάλεπτο χαρτόσημο. 3. το ουδ. ως ουσ., πεντάλεπτο, το νομισματική υποδιαίρεση αξίας… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80τρίλεπτος — η, ο αυτός που διαρκεί τρία λεπτά της ώρας: Τρίλεπτη συνδιάλεξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)