τῆς ὥρας

  • 61μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως …

    Dictionary of Greek

  • 62μινούτο — το 1. λεπτό τής ώρας 2. φρ. «στο μινούτο» στο λεπτό, στη στιγμή, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minuto < λατ. minus «μικρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 63ολιγόλεπτος — και λιγόλεπτος, η, ο αυτός που διαρκεί λίγα λεπτά τής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + λεπτό. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 64πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 65προεισβάλλω — Α 1. κάνω παρατήρηση σε κάποιον προηγουμένως («περὶ ἐμοῡ προεισβέβληκας τῷ τρόπῳ τούτῳ», Σωκρ.) 2. (αμτβ.) α) κάνω αρχή, αρχίζω («προεισέβαλεν οὖν εὐθὺς ἀπὸ τοῡ φόβου», Λογγίν.) β) (για χρόνο) επέρχομαι πριν από κάτι («τῆς ὥρας προεισβαλούσης»,… …

    Dictionary of Greek

  • 66συναπομαραίνομαι — Α [ἀπομαραίνομαι] μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 67συνεύδω — Α 1. κοιμάμαι μαζί με κάποιον 2. φρ. «τοῡ ξυνεύδοντος χρόνου» τής ώρας τού ύπνου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὔδω «κοιμάμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 68συννέμω — Α 1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον 2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.) 3. μέσ. συννέμομαι α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 69τρισάωρος — ον, Α αυτός που πέθανε πολύ πριν τής ώρας του, πάρα πολύ νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 70ωροκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κύριος τής ώρας, ο άρχων τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …

    Dictionary of Greek