τῆς ὥρας

  • 51ορίζοντας, τεχνητός — Όργανο, το οποίο, με διάφορους τρόπους και για διάφορους σκοπούς, υλοποιεί το οριζόντιο επίπεδο ή το ίχνος του. Στο ναυτικό, όταν δεν υπήρχε ή δεν λειτουργούσε με ικανοποιητική συχνότητα και ακρίβεια η ραδιοτηλεγραφική μετάδοση της ώρας,… …

    Dictionary of Greek

  • 52δευτερόλεπτο — το το ένα από τα εξήντα πρώτα λεπτά της ώρας ή της μοίρας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 53María (madre de Jesús) — Para María (desambiguación), véase María. Para el artículo sobre la veneración católica a María, madre de Dios, véase Bienaventurada Virgen María. María, madre de Jesús María en su advocaci …

    Wikipedia Español

  • 54COMES — I. COMES Metallorum per Illyricum, ex auro in metallis invento portionem Principum debitam exigebat, in fluminibus etiam vel fodinis aurum legentes: sub dispositone Comitis sacrarum Largitionum, Notit. Imper. Vide l. 1. Cod. de Metallar. II.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 55CUSTOS — frequens apud Romanos nomen, denotabat Viros sapientes, qui pueritiae regendae erant praefecti. Virg. l. 5. Aen. v. 546. Custodem ad sese comitemque impubis Iuli Aepytidem vocat. Horatius, l. 1. Serm. Sat. 4. v. 118. Dum Custodis eges. Et in Arte …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 56HORA — I. HORA Dea quaedam apud Rom. ita dicta ἀπὸ τῆς ὥρας, i. e. a venustate, et pulchritudine, cui praeesse putabatur. Hanc Romani putarunt esse Hersiliam, Romuli uxorem, quae, post mariti apotheosin, in caelum transsata, Hora vocata est Qu. Ennius,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 57άνωρος — ἄνωρος, ον (Α) [ώρα] βλ. άωρος («ἄνωρος ἀποθανών» πριν της ώρας του, Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 58αεροψεκασμός — Ο ψεκασμός που γίνεται με τη βοήθεια αεροψεκαστήρα. Μεγάλη χρήση α. γίνεται στη γεωργία και στη βιομηχανία. Με α. ψεκάζουν όλα τα γεωργικά φάρμακα στις διάφορες καλλιέργειες. Στη βιομηχανία και ειδικότερα στη μεταλλοβιομηχανία, με α.… …

    Dictionary of Greek

  • 59εικοσάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι λεπτών («εικοσάλεπτο κέρμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάλεπτο νόμισμα είκοσι λεπτών, εικοσαράκι 3. (για χρόνο) αυτός που διαρκεί είκοσι λεπτά τής ώρας («εικοσάλεπτο διάλειμμα») …

    Dictionary of Greek

  • 60εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… …

    Dictionary of Greek